Η αύξηση των διατροφικών αναγκών και ιδιαιτεροτήτων λόγω της παγκοσμιοποίησης και η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σε θέματα υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος, έχουν πυροδοτήσει τη διενέργεια μελετών και έρευνας πάνω στα βιολογικά προϊόντα και ειδικότερα πάνω σε θέματα αποδόσεων, καθώς και περιβαλλοντικών επιπτώσεων των χρησιμοποιούμενων πρακτικών.
Η μελέτη “Diversification practices reduce organic to conventional yield gap” του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Proceedings of the Royal Society Biology”, φαίνεται να πλησιάζει στην κατάρρευση του μύθου που ήθελε τη βιολογική γεωργία να μην είναι σε θέση να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες της ανθρωπότητας λόγω χαμηλών αποδόσεων.
Σύμφωνα με αυτή, η οποία βασίστηκε σε διασταυρούμενα αποτελέσματα 115 μελετών, βιολογικά καλλιεργούμενες εκτάσεις παρουσιάζονται να εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερες αποδόσεις από ότι υποστηριζόταν μέχρι σήμερα, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν φιλικές προς το περιβάλλον τεχνικές.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι ορισμένες «φιλικές» πρακτικές διαχείρισης (όπως πολυκαλλιέργεια και αμειψισπορές) δύναται να συρρικνώσουν το χάσμα της απόδοσης ακόμη περισσότερο, μειώνοντας τη διαφορά αυτής από 19% σε μόλις 8-9%.
Τα ανωτέρω ενδυναμώνονται και συνεπικουρούνται από τα αποτελέσματα της μελέτης “The life cycle assessment of organic cotton fiber” η οποία ανατέθηκε από την Textile Exchange και διεξήχθη από την PE INTERNATIONAL.
Η μελέτη σχεδιάστηκε για να ποσοτικοποιήσει το σύνολο των περιβαλλοντικών εισροών και εκροών που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο προϊόν (βαμβάκι), από την αρχή έως και το τέλος της παραγωγής και επεξεργασίας του.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η βιολογική παραγωγή βαμβακιού είναι φιλικότερη στο περιβάλλον από την αντίστοιχη συμβατική, με αυτό να μεταφράζεται μεταξύ άλλων σε μικρότερη επίπτωση στην υπερθέρμανση του πλανήτη, συμβολή στη διατήρηση του κατάλληλου pH του εδάφους, στην προστασία των λιμνών από τον ευτροφισμό, καθώς και σε εξοικονόμηση νερού και λιγότερες απαιτήσεις σε ενέργεια.
Αφουγκραζόμενοι τα παραπάνω αποτελέσματα, αντιλαμβανόμαστε ότι ο σωρευτικός χαρακτήρας προβλημάτων που έχουν προέλθει από την εντατικοποίηση της γεωργίας δημιουργεί τεράστια εξωτερικά κόστη που καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολη τη μελλοντική βιωσιμότητα της γεωργίας με τη σημερινή της μορφή και δεικνύουν την ανάγκη να οδηγηθούμε σε ολοκληρωμένες λύσεις που είναι δυνατόν να συγκεράσουν τόσο τις απαιτούμενες και αναγκαίες αποδόσεις όσο και την προστασία και αειφορία του περιβάλλοντος.
(Εισηγητής : Θεανώ Μπάκα)